- ανακοινώνω
- ανακοινώνω, ανακοίνωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… … Dictionary of Greek
ανακοινώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. γνωστοποιώ, κοινοποιώ: Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τις αποφάσεις της για τις συγκοινωνίες. 2. αναγγέλλω: Ανακοινώθηκε η παραίτηση του υπουργού Oικονομικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγγέλλω — (AM ἐξαγγέλλω) νεοελλ. ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα μσν. εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι αρχ. (ενεργ. και μέσ.) 1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ… … Dictionary of Greek
επικοινώ — ἐπικοινῶ, όω (Α) [επίκοινος] 1. ανακοινώνω, κοινοποιώ, μεταδίδω 2. μέσ. ἐπικοινοῡμαι, όομαι ανακοινώνω κάτι σε κάποιον και ζητώ τη συμβουλή του («περὶ τούτου τῷ πατρὶ ἐπεκοινώσω», Πλάτ.) 3. παθ. έρχομαι σε επικοινωνία («περί τε γάμους ἀλλήλους… … Dictionary of Greek
προσμεταδίδωμι — Α ανακοινώνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μεταδίδωμι «πληροφορώ, ανακοινώνω, γνωστοποιώ»] … Dictionary of Greek
αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] … Dictionary of Greek
ανακηρύσσω — (Α ἀνακηρύσσω) (αττ. ττω) 1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω 2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί 2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηρύσσω. ΠΑΡ. ανακήρυξις νεοελλ. ανακηρυκτής … Dictionary of Greek
ανακοινωθέν — ( έντος), το επίσημη ανακοίνωση πολιτικού ή στρατιωτικού περιεχομένου από τα μέσα επικοινωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού διεθνούς σήμερα όρου communique τής Γαλλικής (παθ. μτχ. τού ρ. communiquer «ανακοινώνω»)] … Dictionary of Greek
ανακοινωτής — ο 1. αυτός που γνωστοποιεί έγγραφο, είδηση ή γεγονός 2. αυτός που ανακοινώνει, γνωστοποιεί, κοινοποιεί δικαστικά ή άλλα δημόσια έγγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοινώνω( ώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
αναξυνώ — ἀναξυνῶ ( όω) (Α) ανακοινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ξυνός (< ξύν) «κοινός»] … Dictionary of Greek